σκληρόστομος — hard mouthed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρόστομον — σκληρόστομος hard mouthed masc/fem acc sg σκληρόστομος hard mouthed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληροστόμῳ — σκληρόστομος hard mouthed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρόστομοι — σκληρόστομος hard mouthed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστομος — η, ο (Α ἄστομος, ον) 1. αυτός που δεν έχει στόμα 2. ο άφωνος, ο αμίλητος αρχ. 1. (για σκύλους) αυτός που έχει μαλακό στόμα, που δεν μπορεί να κρατήσει κάτι με τα δόντια 2. (για άλογα) ο σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται χαλινάρι 3. (για… … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
στόμις — εως, ὁ, Α (για ίππο) ατίθασος, σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται το χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα ις, εως (πρβλ. γάστρ ις, εως)] … Dictionary of Greek